- άκασκα
- ἄκασκα (και ἀκασκᾷ) (Α) [ἀκή ΙΙ] επίρρ.1. ήσυχα, αθόρυβα2. μαλακά, αργά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄκασκα — gently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
sēk-3 — sēk 3 English meaning: quiet, lazy Deutsche Übersetzung: “nachlassen, träge, ruhig” Material: Gk. Hom. ἦκα ‘still, leise, sacht, weak, slow”, ἤκιστος “langsamster”, Att. ἥκιστα “am wenigsten, gar nicht”, Hom. ἥσσων, Att. ἥττων… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… … Dictionary of Greek
ακασκαίος — ἀκασκαῑος, αία, ον (Α) [ἄκασκα] ήσυχος (ή σύμφωνα με άλλη ερμηνεία), καταστόλιστος «ἀκασκαῑόν τ ἄγαλμα πλούτου» (Αισχύλ. Αγ. 741) … Dictionary of Greek